- ξομολογητής
- ξομολόγος ο исповедник, духовник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξομολογητής — ο βλ. εξομολογητής … Dictionary of Greek
ξομολογητής — ο αυτός που εξομολογεί, ο πνευματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)